- μενεξελής
- -ιά, -ίβλ. μενεξεδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μενεξελής, -ιά, -ί — βλ. μενεξεδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μενεξεδής — και μενεξελής ιά, ί (μενεξές] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μενεξέ, ιώδης, μοβ 2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί το χρώμα τού μενεξέ, το ιώδες, το μοβ … Dictionary of Greek
μενεξεδής, -ιά — ί και μενεξελής, ιά, ί αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ο μενεξεδένιος: Έχει μάτια μενεξεδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοβ — επίθ. άκλ. (λ. γαλλ.), ιώδης, μενεξελής: Η πασχαλιά έχει μοβ άνθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)